Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η κωμωδία

  • 1 комедия

    комеди||я
    ж ἡ κωμωδία· ◊ ломать \комедияю παίζω κωμωδία· ку́кольная \комедия καραγκιοζιλίκι, ἀνόητη κωμωδία.

    Русско-новогреческий словарь > комедия

  • 2 комедия

    комедия ж η κωμωδία
    * * *
    ж
    η κωμωδία

    Русско-греческий словарь > комедия

  • 3 в

    в
    (во) предлог с вин. и пред л. п.
    1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:
    в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;
    2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:
    в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);
    3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:
    я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;
    4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):
    в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;
    5. (при указании количественных признаков, размера, веса):
    дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;
    6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:
    превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;
    7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:
    произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι.

    Русско-новогреческий словарь > в

  • 4 акт

    α.
    1. πράξη, ενέργεια, έργο•

    террористический акт τρομοκρατική πράξη.

    2. διάταγμα• απόφαση.
    3. έγγραφο, πράξη, πρακτικό•

    обвинительный акт το κατηγορητήριο•

    составить акт о передаче имуществ συντάσσω πράξη για την παράδοση της περιουσίας•

    нотариальный акт η συμβολαιογραφική πράξη.

    4. (θεατρ.) πράξη•

    комедия в трех -ах κωμωδία σε τρεις πράξεις η τρίπραχτη κωμωδία.

    5. η τελετή για τη λήξη του σχολικού έτους.
    εκφρ.
    - ы гражданского права – οι ληξιαρχικές πράξεις.

    Большой русско-греческий словарь > акт

  • 5 комедия

    θ.
    κωμωδία•

    комедия Аристофана «Облака» η κωμωδία του Αριστοφάνη «Νεφέλες».

    γελοιοποίηση, διασυρμός.
    εκφρ.
    разыгрывать (ломить, игратьκ.τ.τ.) -ю προσποιούμαι, υποκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > комедия

  • 6 комедия

    η κωμωδία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комедия

  • 7 кино

    кино с 1) η κινηματογραφία 2) (помещение) о κινηματογρά φος, το σινεμά 3) (картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ \кино актёр м, \кино актриса ж ο, η ηθοποιός κινηματογράφου \кино аппарат м η κινηματογραφι κή μηχανή \киножурнал м τα επίκαιρα \кино звезда ж το σταρ, ο αστέρας κινηματογράφου \кино камера ж η κινηματογρα φική μηχανή \кино комедия ж η κινηματογραφική κωμωδία \кино оператор м о οπερατέρ \кино плёнка ж το κινηματογραφι κό φιλμ, η ταινία \кино режиссёр м о σκηνοθέτης κινηματογρά φου \кино студия ж το στούντιο, το κινηματογραφικό εργαστή ριο -сценарий м το σενάριο \кино съёмка ж το γύρισμα ται νίας, η κινηματογράφηση \кино театр м см. кино 2 \кинофестиваль м το κινηματογραφικό φεστιβάλ \кино фильм см. кино 3 \кинохроника ж τα επίκαιρα
    * * *
    с
    1) η κινηματογραφία
    2) ( помещение) ο κινηματογράφος, το σινεμά
    3) ( картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ

    Русско-греческий словарь > кино

  • 8 кинокомедия

    ж
    η κινηματογραφική κωμωδία

    Русско-греческий словарь > кинокомедия

  • 9 балаган

    балаган
    м
    1. τό παράπηγμα;
    2. (зрелище) τό πλανόδιο λαϊκό θέατρο;
    3. черен, разг ἡ κωμωδία, ἡ φάρσα

    Русско-новогреческий словарь > балаган

  • 10 действие

    действ||ие
    с
    1. (деятельность, работа) ἡ δράση [-ις], ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια / ἡ κίνηση [-ις], ἡ λειτουργία μηχανής (машины, аппарата и т. п.):
    приводить в \действие θέτω σέ κίνηση· находиться в \действиеии βρίσκομαι σέ κίνηση, βρίσκομαι ἐν λειτουργία· радиус \действиеия ἡ ἀκτίνα δράσης· бо́мба замедленного \действиеия ἡ ἐγκαιροφλε-γής βόμβα·
    2. (поступок) чаще мн, \действиеия οἱ πράξεις:
    образ \действиеий ὁ τρόπος ἐνέργειας· самовольные \действиеия οἱ αὐθαίρετες πράξεις· свобода \действиени́ ἡ ἐλευθερία δράσης·
    3. (договора, соглашения) ἡ ἰσχύς:
    вводить в \действие θέτω σέ ἰσχύ· обратное \действие закона юр ἡ ἀναδρομική ἰσχύς τοῦ νόμου·
    4. (воздействие, влияние) ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐνέργεια:
    благотворное \действие ἡ εὐεργετική ἐπίδραση· оказывать \действие на кого-л., на что-л. ἐπιδρώ, ἀσκῶ ἐπίδραση· под \действиеием ὑπό τήν ἐπίδραση·
    5. (события в пьесе, в рассказе) ἡ ὑπόθε-σπ [-ις], ἡ δράση [-ις]:\действие повести ἡ ὑπόθεση τοῦ διηγήματος·
    6. театр., мат ἡ πράξη [-ις]:
    комедия в трех \действиеиях κωμωδία σέ (είς) τρείς πράξεις· четыре арифметических \действиеия οἱ τέσσαρες πράξεις τής ἀριθμητικής· ◊ военные \действиеия οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις, οἱ ἐχθροπραξίες.

    Русско-новогреческий словарь > действие

  • 11 кинокомедия

    кино||комедия
    ж ἡ κινηματογραφική κωμωδία.

    Русско-новогреческий словарь > кинокомедия

  • 12 кукольный

    ку́кольн||ый
    прил κουκλίστικος, τῆς κούκλας:
    \кукольный театр τό κουκλοθέατρο· ◊ \кукольныйая комедия ἀνόητη κωμωδία.

    Русско-новогреческий словарь > кукольный

  • 13 комедия

    [καμιέντιγια] ουσ. θ. κωμωδία

    Русско-греческий новый словарь > комедия

  • 14 комедия

    [καμιέντιγια] ουσ θ κωμωδία

    Русско-эллинский словарь > комедия

  • 15 Божественный

    κ. божественный επ., βρ: -вен, -венна, -венно
    1. θεϊκός, θείος• "-ая комедия" η "θεία κωμωδία".
    2. θρησκευτικός εκκλησιαστικός•

    -ые книги τα θρησκευτικά βιβλία.

    3. αανεμορφος, εξαίσιος, θεσπέσιος.

    Большой русско-греческий словарь > Божественный

  • 16 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 17 двухактный

    επ.
    δίπραχτος•

    -ая комедия δίπραχτη κωμωδία.

    Большой русско-греческий словарь > двухактный

  • 18 одноактный

    επ.
    μονόπρακτος•

    -ая комедия μονόπρακτη κωμωδία.

    Большой русско-греческий словарь > одноактный

  • 19 отрицательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    αρνητικός•

    отрицательный жест, αρνητική χειρονομία•

    отрицательный ответ άρνητική απάντηση•

    отрицательный результат αρνητικό αποτέλεσμα•

    -ое влияние αρνητική επίδραση•

    -ое электричество αρνητικός ηλεκτρισμός•

    отрицательный образ в комедии αρνητική μορφή (πρόσωπο) στην κωμωδία•

    -ые числа αρνητικοί αριθμοί•

    -ые количества αρνητικά ποσά.

    Большой русско-греческий словарь > отрицательный

  • 20 субретка

    θ. (θεατρ.) η σουμπρέτα, θεραπαινίδα (σε κωμωδία, οπερέτα).

    Большой русско-греческий словарь > субретка

См. также в других словарях:

  • κωμῳδία — κωμῳδίᾱ , κωμῳδία comedy fem nom/voc/acc dual κωμῳδίᾱ , κωμῳδία comedy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • κωμῳδίᾳ — κωμῳδίαι , κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωμωδία, Γαλλική — (Comédie Française). Γαλλικός θεατρικός οργανισμός που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1680. Βλ. λ. Γαλλία (Θέατρο)· κωμωδία …   Dictionary of Greek

  • Κωμωδία, Ιταλική — (Comédie Italienne). Γαλλική ονομασία ιταλικών θιάσων της Κομέντια ντελ’ άρτε, οι οποίοι έδιναν παραστάσεις στη Γαλλία από τον 16o έως τον 17o αι., σε αντιδιαστολή προς το γαλλικό θέατρο Κομεντί Φρανσέζ. Βλ. λ. Κομέντια ντελ’ Άρτε· κωμωδία·… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — η 1. θεατρικό έργο που προκαλεί γέλιο. 2. γεγονότα ή πράξεις που προκαλούν γέλιο. 3. η φράση «παίζω κωμωδία» σημαίνει ότι υποκρίνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωμῳδίας — κωμῳδίᾱς , κωμῳδία comedy fem acc pl κωμῳδίᾱς , κωμῳδία comedy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδίαι — κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαβυλωνία — Κωμωδία του Δημ. Βυζάντιου. Αφίσα από θεατρική παράσταση της κωμωδίας «Βαβυλωνία» του 1879. * * * η 1. σύγχυση, οχλαγωγία 2. (ως κυρ. όν.) Βαβυλωνία κλασική κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου, έργο του Δ. Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βαβυλώνα (αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Βάτραχοι — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο του Ευριπίδη και ανέβηκε έναν χρόνο αργότερα (405 π.Χ.), χαρίζοντας στον μεγάλο κωμικό τα πρωτεία στον δραματικό αγώνα των Ληναίων. Στην κωμωδία αυτή ο Διόνυσος μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή,… …   Dictionary of Greek

  • Χάσης — Κωμωδία (1790) του Ζακύνθιου ποιητή Δημήτρη Γουζέλη (1774 – 1843) και ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. Ο δημιουργός της θέλει τον ήρωα να είναι πάντοτε αυτός που βασανίζεται και υποφέρει, ένα είδος ντόπιου Δον Κιχώτη, που τρέφεται με αυταπάτες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»